νυχτώνω

νυχτώνω
και νυκτώνω (Μ νυκτώνω) [νύχτα]
1. (ενεργ. και μέσ.) μέ βρίσκει η νύχτα να κάνω κάτι («λεμονάκι μυρωδάτο... μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω», δημ. τραγούδι)
2. (ως απρόσ.) νυχτώνει επέρχεται η νύχτα
νεοελλ.
φρ. «μακριά είσαι νυχτωμένος» — είσαι εκτός πραγματικότητας, δεν γνωρίζεις τίποτε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νυκτώνω — (Μ νυκτώνω) βλ. νυχτώνω …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

  • νύχτωμα — το [νυχτώνω] ερχομός τής νύχτας («το νύχτωμα έκανεν αισθητότερον το ψύχος», Ζερβ.) …   Dictionary of Greek

  • νυχτώνει — νυχτώνει, νύχτωσε (ως απρόσ.) Σημειώσεις: νυχτώνει : σπάνια απαντάται και ως προσωπικό (νυχτώνω) με την έννοια του νυχτώνομαι (→ με βρίσκει η νύχτα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βραδιάζω — ιασα, ιάστηκα, βραδιασμένος 1. απρόσ., βραδιάζει, αρχίζει να γίνεται βράδυ, να νυχτώνει: Όταν βραδιάζει κάνει ψύχρα. 2. το μέσ., βραδιάζομαι με βρίσκει η νύχτα στο δρόμο, νυχτώνω: Βραδιάστηκα στο δάσος. 3. φτάνω με τον ερχομό της νύχτας: Ελπίζω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοτιδιάζω — σκοτίδιασα, σκοτεινιάζω, νυχτώνω: Το χειμώνα σκοτιδιάζει νωρίς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”